- ενδόπρωκτα
- τακαι ενδοπρωκτίδες, οιμικρά βρυόζωα που έχουν τον πρωκτό μέσα στον κλοιό τών στοματικών εντέρων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιστόμιος — ο(ν), ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται γύρω από στόμιο ή από άνοιγμα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το περιστόμιο(ν) α) οτιδήποτε περιβάλλει στόμιο, οπή, άνοιγμα και κυρίως τεχνικό έργο («περιστόμιο φρέατος» στηθαίο πηγαδιού) β) ζωολ. περιοχή που περιβάλλει… … Dictionary of Greek